Δείτε επίσης: Dame

  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
dame dames

dame (fr) θηλυκό

  1. η κυρία
  2. συσκευή για το κοπάνισμα του εδάφους



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

dame θηλυκό

  1. η κυρία