dame
Γαλλικά (fr) Επεξεργασία
Προφορά Επεξεργασία
Ουσιαστικό Επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
dame | dames |
dame (fr) θηλυκό
Παλαιά γαλλικά (fro) Επεξεργασία
Ουσιαστικό Επεξεργασία
dame θηλυκό
- η κυρία
![]() |
ενικός | πληθυντικός |
dame | dames |
dame (fr) θηλυκό
dame θηλυκό