κυρία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κυρία | οι | κυρίες |
γενική | της | κυρίας | των | κυριών |
αιτιατική | την | κυρία | τις | κυρίες |
κλητική | κυρία | κυρίες | ||
Η αρχαία γενική πληθυντικού είναι κυρίων. | ||||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κυρία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κυρία (οικοδέσποινα), θηλυκό του κύριος και σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική madame ή από την ιταλική signora.[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ciˈɾi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κύ‐ρι‐α
- ομόηχο: κηρία
- τονικό παρώνυμο: κύρια
Ουσιαστικό
επεξεργασίακυρία θηλυκό
- ενήλικη γυναίκα
- ⮡ Τότε μπήκαν στο κατάστημα δύο κυρίες για να ψωνίσουν.
- λέξη που προτάσσεται πριν από κύρια γυναικεία ονόματα. Παλιότερα αποδιδόταν μόνο σε παντρεμένες γυναίκες, ενώ τώρα αποδίδεται γενικά σε οποιαδήποτε ενήλικη γυναίκα
- γυναίκα που χαρακτηρίζεται από αρετές όπως αξιοπρέπεια, ευγένεια
- ⮡ μια πραγματική κυρία
- έτσι αποκαλείται, από τους μαθητές της, μια δασκάλα ή καθηγήτρια
- ⮡ Η κυρία μας θα μας πάει εκδρομή αύριο.
- ⮡ Κυρία! κυρία! Να πάω έξω;
- (αργκό, παρωχημένο) κακοποιός που δε μιλάει στις αρχές για τους συναδέλφους του (σαν 'κυρία με πρέπουσα συμπεριφορά)
- ※ Βαγγέλης Παπάζογλου, Κάτω στα Λεμονάδικα [ρεμπέτικο τραγούδι], 1η στροφή
- Κάτω στα λε-, κάτω στα λε-, κάτω στα λεμονάδικα
κάτω στα λεμονάδικα, έγινε φασαρία
δυό λαχανάδες πιάσανε
κι έκαναν την "κυρία"
- Κάτω στα λε-, κάτω στα λε-, κάτω στα λεμονάδικα
- ※ Βαγγέλης Παπάζογλου, Κάτω στα Λεμονάδικα [ρεμπέτικο τραγούδι], 1η στροφή
Άλλες γραφές
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία κυρία
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ κύριος, κυρία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
επεξεργασία- κυρία - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία 1
επεξεργασία- κυρία (ελληνιστική κοινή): ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου κύριος (αρχαία ελληνική)
Ουσιαστικό
επεξεργασίακυρία, -ας θηλυκό (ελληνιστική κοινή)
- οικοδέσποινα
- κυρία τῆς οἰκίας
- (προσωνυμία) για την Ίσιδα
- (μεταγενέστερα) προσφώνηση γυναίκας από δεκατεσσάρων ετών και πάνω
Ετυμολογία 2
επεξεργασία- κυρία: κλιτικός τύπος
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίακυρία (κῡρῐ́ᾱ)
- ονομαστική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του κύριος
- άλλες μορφές: → δείτε στον τύπο θηλυκού: κύριος
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική δυϊκού, θηλυκού γένους του κύριος
Δείτε επίσης
επεξεργασία- κύρια (κῡ́ρῐᾰ, ουδέτερο πληθυντικός)