Δείτε επίσης: κυρία, κυρίᾳ

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κύρια < κύρι(ος) + . Συγκρίνετε με το κυρίως.

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈci.ɾi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κύ‐ρι‐α
τονικά παρώνυμα: κυρία, κηρία

  Επίρρημα

επεξεργασία

κύρια (δημοτική)

  • (σπανιότερα από το κυρίως) με κύριο τρόπο
    ⮡  Ευχαριστώ ιδιαίτερα τον πρόεδρο, αλλά κύρια θέλω να εκφράσω τη βαθιά ευγνωμοσύνη μου σε όλους τους υπαλλήλους που εργάστηκαν ακάματα γι' αυτήν τη μεγάλη επιτυχία.
     συνώνυμα: βασικά - λογιότερα στο κυρίως

Εκφράσεις

επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

κύρια

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του κύριος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους (κύριο) του κύριος



  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

κύρια (κῡ́ρῐᾰ)

Δείτε επίσης

επεξεργασία