βασικά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
βασικά < βασικός
Επίρρημα επεξεργασία
βασικά
- όσον αφορά τη βάση ενός ζητήματος, τα στοιχειώδη ή κυριότερα μέρη του
Μεταφράσεις επεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
βασικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του βασικό