κυρίως
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- κυρίως < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κυρίως. Μορφολογικά αναλύεται σε κύρι(ος) + -ως.
- Και επιθετικοποιημένο.
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ciˈɾi.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κυ‐ρί‐ως
- τονικό παρώνυμο: κύριος
Επίρρημα
επεξεργασία
κυρίως
- με κύριο και βασικό τρόπο
- ⮡ Εκείνο που μας ενδιαφέρει κυρίως είναι τους πείσουμε να πληρώσουν.
- ≈ συνώνυμα: πρωτίστως, προ παντός, κατά κύριο λόγο, κατ' εξοχήν, βασικά
- άλλες μορφές: κύρια (σπανιότερα)
Εκφράσεις
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κυρίως
Επίθετο
επεξεργασία
κυρίως (άκλιτο επίθετο)
- κύριος, βασικός
- ⮡ το κυρίως ενδιαφέρον, ο κυρίως χώρος, η κυρίως εργασία
- ⮡ Ωραία ήταν τα μεζεδάκια. Ας περάσουμε τώρα και στο κυρίως πιάτο.
Δείτε επίσης
επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία
- κυρίως - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- κυρίως - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- κυρίως < {{λ|κύριος|grc|κύρι(ος)]], κῡρι(ος) + -ως
Επίρρημα
επεξεργασία
κυρίως, συγκριτικός :κυριώτερον, υπερθετικός : κυριώτατα
- όπως ένας άρχοντας, κύριος, αφέντης, με επιβλητικό τρόπο
- πρωταρχικά
- κανονικά, σωστά
- εύλογα
- (για λέξεις) με την αρχική τους σημασία
Εκφράσεις
επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία
- κυρίως - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κυρίως - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.