Ετυμολογία

επεξεργασία

Επίρρημα

επεξεργασία

κυρίως

Εκφράσεις

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

κυρίως (άκλιτο επίθετο)

  • κύριος, βασικός
      το κυρίως ενδιαφέρον, ο κυρίως χώρος, η κυρίως εργασία
      Ωραία ήταν τα μεζεδάκια. Ας περάσουμε τώρα και στο κυρίως πιάτο.

Δείτε επίσης

επεξεργασία



Ετυμολογία

επεξεργασία
κυρίως < {{λ|κύριος|grc|κύρι(ος)]], κῡρι(ος) + -ως

Επίρρημα

επεξεργασία

κυρίως, συγκριτικός:κυριώτερον, υπερθετικός: κυριώτατα

  1. όπως ένας άρχοντας, κύριος, αφέντης, με επιβλητικό τρόπο
  2. πρωταρχικά
  3. κανονικά, σωστά
  4. εύλογα
  5. (για λέξεις) με την αρχική τους σημασία

Εκφράσεις

επεξεργασία