Ετυμολογία

επεξεργασία
κυρίως < από το επίθετο κύριος

  Επίρρημα

επεξεργασία

κυρίως

πρωτίστως, κατά πρώτον λόγο, κατεξοχήν

Εκφράσεις

επεξεργασία
  • «εκείνο που μας ενδιαφέρει κυρίως είναι να πείσωμεν»
  • «κυρίως ειπείν»

  Μεταφράσεις

επεξεργασία