Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κατεξοχήν < (ελληνιστική κοινή)

  Επίρρημα επεξεργασία

κατεξοχήν και κατ' εξοχήν

  1. κυρίως, σε μεγάλο βαθμό
    το νέο μοντέλο της εταιρείας μας είναι ένα κατεξοχήν οικογενειακό αυτοκίνητο
    η περιοχή αυτή είναι κατεξοχήν αγροτική
  2. σε βαθμό μεγαλύτερο από κάποιον/κάτι άλλο
    ο Γιούργκεν Χάμπερμας χαρακτηρίζεται ως ο κατεξοχήν φιλόσοφος της σύγχρονης Γερμανίας

  Μεταφράσεις επεξεργασία