Επίρρημα

επεξεργασία

eminently (en)

  1. εξόχως, κατεξοχήν
    an eminently European concept - μια κατεξοχήν ευρωπαϊκή σύλληψη
    an eminently sensible car - ένα εξόχως πρακτικό αυτοκίνητο