↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αξιοπρέπεια οι αξιοπρέπειες
      γενική της αξιοπρέπειας των αξιοπρεπειών
    αιτιατική την αξιοπρέπεια τις αξιοπρέπειες
     κλητική αξιοπρέπεια αξιοπρέπειες
Ο πληθυντικός είναι δύσχρηστος
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αξιοπρέπεια < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική ἀξιοπρέπεια[1] < αρχαία ελληνική ἀξιοπρεπής

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αξιοπρέπεια θηλυκό

  1. η ιδιότητα του αξιοπρεπούς, η συμφωνία με τους κανόνες σωστής συμπεριφοράς
  2. η αίσθηση που έχει ένας άνθρωπος όταν οι άλλοι τον σέβονται και όταν ο ίδιος νιώθει ότι έχει κάποια αξία
    ⮡  τα βασανιστήρια προσβάλλουν βάναυσα την ανθρώπινη αξιοπρέπεια

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία