αξιοπρεπής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | αξιοπρεπής | η | αξιοπρεπής | το | αξιοπρεπές |
γενική | του | αξιοπρεπούς* | της | αξιοπρεπούς | του | αξιοπρεπούς |
αιτιατική | τον | αξιοπρεπή | την | αξιοπρεπή | το | αξιοπρεπές |
κλητική | αξιοπρεπή(ς) | αξιοπρεπής | αξιοπρεπές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | αξιοπρεπείς | οι | αξιοπρεπείς | τα | αξιοπρεπή |
γενική | των | αξιοπρεπών | των | αξιοπρεπών | των | αξιοπρεπών |
αιτιατική | τους | αξιοπρεπείς | τις | αξιοπρεπείς | τα | αξιοπρεπή |
κλητική | αξιοπρεπείς | αξιοπρεπείς | αξιοπρεπή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αξιοπρεπής < αρχαία ελληνική ἀξιοπρεπής
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.ksi.o.pɾeˈpis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ξι‐ο‐πρε‐πής
Επίθετο
επεξεργασίααξιοπρεπής, -ής, -ές
- που διακρίνεται για σωστή συμπεριφορά, σεμνότητα, σοβαρότητα και ευγένεια
- επαρκής, ικανοποιητικός
- ※ Και τώρα προς χάριν αυτής η ελληνική κοινωνία αναγκάζεται να χάσει δικαιώματα στοιχειώδη όπως η προστασία της εργασίας, η αξιοπρεπής σύνταξη, η αξιοπρεπής αμοιβή (για ένα μεγάλο κομμάτι χαμηλόμισθων υπαλλήλων). (*)
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις άξιος και πρέπω