σοβαρότητα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σοβαρότητα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή σοβαρότης από την αιτιατική ενικού «τὴν σοβαρότητα» κατά τη νεοελληνική σημασία του σοβαρός και σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική seriousness.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε σοβαρ(ός) + -ότητα.[2]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /so.vaˈɾo.ti.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σο‐βα‐ρό‐τη‐τα
Ουσιαστικό επεξεργασία
σοβαρότητα θηλυκό
- η ιδιότητα του σοβαρού
- η κρισιμότητα
Μεταφράσεις επεξεργασία
επεξεργασία
- ↑ σοβαρότητα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- ↑ σοβαρότητα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023)
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
σοβαρότητα θηλυκό (ελληνιστική κοινή)