σαθρός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | σαθρός | η | σαθρή | το | σαθρό |
γενική | του | σαθρού | της | σαθρής | του | σαθρού |
αιτιατική | τον | σαθρό | τη | σαθρή | το | σαθρό |
κλητική | σαθρέ | σαθρή | σαθρό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | σαθροί | οι | σαθρές | τα | σαθρά |
γενική | των | σαθρών | των | σαθρών | των | σαθρών |
αιτιατική | τους | σαθρούς | τις | σαθρές | τα | σαθρά |
κλητική | σαθροί | σαθρές | σαθρά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σαθρός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σαθρός[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /saˈθɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σα‐θρός
Επίθετο
επεξεργασίασαθρός, -ή, -ό
- που έχει διαβρωθεί και φθαρεί τόσο ώστε να μην είναι πια στέρεος
- (μεταφορικά, για λόγους, ιδέες) που δεν έχουν στέρεα βάση και υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να απορριφθούν
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ σαθρός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαγένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | σαθρός | ἡ | σαθρᾱ́ | τὸ | σαθρόν |
γενική | τοῦ | σαθροῦ | τῆς | σαθρᾶς | τοῦ | σαθροῦ |
δοτική | τῷ | σαθρῷ | τῇ | σαθρᾷ | τῷ | σαθρῷ |
αιτιατική | τὸν | σαθρόν | τὴν | σαθρᾱ́ν | τὸ | σαθρόν |
κλητική ὦ! | σαθρέ | σαθρᾱ́ | σαθρόν | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ | σαθροί | αἱ | σαθραί | τὰ | σαθρᾰ́ |
γενική | τῶν | σαθρῶν | τῶν | σαθρῶν | τῶν | σαθρῶν |
δοτική | τοῖς | σαθροῖς | ταῖς | σαθραῖς | τοῖς | σαθροῖς |
αιτιατική | τοὺς | σαθρούς | τὰς | σαθρᾱ́ς | τὰ | σαθρᾰ́ |
κλητική ὦ! | σαθροί | σαθραί | σαθρᾰ́ | |||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σαθρώ | τὼ | σαθρᾱ́ | τὼ | σαθρώ |
γεν-δοτ | τοῖν | σαθροῖν | τοῖν | σαθραῖν | τοῖν | σαθροῖν |
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'ξηρός' όπως «ξηρός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίασαθρός, ήδη στον Πίνδαρο, 6ος/5ος αιώνας < άγνωστης ετυμολογίας + -θρός [1] Είχε συνδεθεί είτε με το σαπρός, είτε με το ψαθυρός • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Επίθετο
επεξεργασίασαθρός, -ά, -όν
Παράγωγα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- σαθρός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σαθρός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.