ψαθυρός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ψαθυρός | η | ψαθυρή | το | ψαθυρό |
γενική | του | ψαθυρού | της | ψαθυρής | του | ψαθυρού |
αιτιατική | τον | ψαθυρό | την | ψαθυρή | το | ψαθυρό |
κλητική | ψαθυρέ | ψαθυρή | ψαθυρό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ψαθυροί | οι | ψαθυρές | τα | ψαθυρά |
γενική | των | ψαθυρών | των | ψαθυρών | των | ψαθυρών |
αιτιατική | τους | ψαθυρούς | τις | ψαθυρές | τα | ψαθυρά |
κλητική | ψαθυροί | ψαθυρές | ψαθυρά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ψαθυρός < αρχαία ελληνική ψαθυρός < ψάμμος + -υρός
Επίθετο
επεξεργασίαψαθυρός, -ή, -ό
- που εύκολα θρυμματίζεται, κατατρίβεται, εύθρυπτος
- ※ Ο σεμεντίτης, που είναι λευκός, σπάζει εύκολα και γι' αυτό ο λευκός χυτοσίδηρος είναι πολύ ψαθυρός. (https://el.wikipedia.org/wiki/Χυτοσίδηρος)
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .