ψάμμος
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ψάμμος | οι | ψάμμοι |
γενική | της | ψάμμου | των | ψάμμων |
αιτιατική | την | ψάμμο | τις | ψάμμους |
κλητική | ψάμμε (ψάμμο) |
ψάμμοι | ||
Κατηγορία όπως «διχοτόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ψάμμος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ψάμμος, σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική sable[1]
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈpsa.mos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ψάμ‐μος
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ψάμμος θηλυκό, μόνο στον ενικό
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
ψάμμος
|
Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ψάμμος | αἱ | ψάμμοι |
γενική | τῆς | ψάμμου | τῶν | ψάμμων |
δοτική | τῇ | ψάμμῳ | ταῖς | ψάμμοις |
αιτιατική | τὴν | ψάμμον | τὰς | ψάμμους |
κλητική ὦ! | ψάμμε | ψάμμοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ψάμμω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ψάμμοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «νόσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ψάμμος θηλυκό
- οι κόκκοι της άμμου και η έρημη, αμμώδης έκταση, η αμμουδιά
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
ΠηγέςΕπεξεργασία
- «ψάμμος» - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- «ψάμμος» - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- ↑ «ψάμμος» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.