Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ψαμμιτικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ψαμμιτικ
ός
η
ψαμμιτικ
ή
το
ψαμμιτικ
ό
γενική
του
ψαμμιτικ
ού
της
ψαμμιτικ
ής
του
ψαμμιτικ
ού
αιτιατική
τον
ψαμμιτικ
ό
την
ψαμμιτικ
ή
το
ψαμμιτικ
ό
κλητική
ψαμμιτικ
έ
ψαμμιτικ
ή
ψαμμιτικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ψαμμιτικ
οί
οι
ψαμμιτικ
ές
τα
ψαμμιτικ
ά
γενική
των
ψαμμιτικ
ών
των
ψαμμιτικ
ών
των
ψαμμιτικ
ών
αιτιατική
τους
ψαμμιτικ
ούς
τις
ψαμμιτικ
ές
τα
ψαμμιτικ
ά
κλητική
ψαμμιτικ
οί
ψαμμιτικ
ές
ψαμμιτικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ψαμμιτικός
<
ψαμμίτης
Επίθετο
επεξεργασία
ψαμμιτικός
ο σχετικός με το
πέτρωμα
του
ψαμμίτη
ψαμμιτικός
σχιστόλιθος
,
κερατόλιθος
ψαμμιτική
μάργα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ψαμμιτικός
αγγλικά
:
sandstone
(en)