σχιστόλιθος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | σχιστόλιθος | οι | σχιστόλιθοι |
γενική | του | σχιστόλιθου & σχιστολίθου |
των | σχιστόλιθων & σχιστολίθων |
αιτιατική | τον | σχιστόλιθο | τους | σχιστόλιθους & σχιστολίθους |
κλητική | σχιστόλιθε | σχιστόλιθοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σχιστόλιθος < (ελληνιστική κοινή) σχιστός λίθος (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική schiste < λατινικά schistos < αρχαία ελληνική σχιστός)
Ουσιαστικό
επεξεργασίασχιστόλιθος αρσενικό
- (ορυκτολογία) κρυσταλλικό πέτρωμα που έχει την τάση αποχωρισμού σε λεπτά φύλλα