πέτρωμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈpe.tɾo.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πέ‐τρω‐μα
Ετυμολογία 1
επεξεργασία- πέτρωμα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή πέτρωμα (πέτρινη μάζα), αρχαία σημασία: (λιθοβολισμός) < πετρόω / πετρῶ, σημασιολογικό δάνειο από τη γερμανική Gestein ή απόδοση για τη γαλλική roche[1][2]
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπέτρωμα ουδέτερο
- (γεωλογία) ένα από τα υλικά από τα οποία αποτελείται ο στερεός φλοιός της Γης
- ⮡ ιζηματογενή πετρώματα
- ⮡ ηφαιστειογενή πετρώματα
Δείτε επίσης
επεξεργασία- πέτρωμα στη Βικιπαίδεια (είδη πετρωμάτων)
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Ετυμολογία 2
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπέτρωμα ουδέτερο
- η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του πετρώνω, μετατροπή σε πέτρα ή σε κάτι πολύ σκληρό σαν πέτρα
- (μεταφορικά)
- μετατροπή σε πέτρινη μορφή
- ⮡ το πέτρωμα που έφερνε η μορφή της Μέδουσας
- ακινητοποίηση από φόβο ή έκπληξη
- μετατροπή σε πέτρινη μορφή
Μεταφράσεις
επεξεργασία πέτρωμα
Συγγενικά
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ πέτρωμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.