Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πετρώνω < αρχαία ελληνική πετρόω-ῶ

  Ρήμα επεξεργασία

πετρώνω

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία