Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πετρώνω
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ρήμα
1.3
Συγγενικά
1.3.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
Ετυμολογία
επεξεργασία
πετρώνω
<
αρχαία ελληνική
πετρόω
-ῶ
Ρήμα
επεξεργασία
πετρώνω
μετατρέπω κάτι ή κάποιον σε
πέτρα
,
μαρμαρώνω
Συγγενικά
επεξεργασία
πέτρα
πέτρωμα
πετρωμένος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πετρώνω
αγγλικά
:
petrify
(en)
γαλλικά
:
pétrifier
(fr)