μαρμαρώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαμαρμαρώνω
- κάνω κάποιον / κάτι μαρμάρινο
- συνώνυμα: αποσβολώνομαι
- όταν άκουσα τι έγινε, μαρμάρωσα
Εκφράσεις
επεξεργασία- μαρμαρωμένος βασιλιάς: ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, ο τελευταίος αυτοκράτορας του Βυζαντίου, ο οποίος, σύμφωνα με τη λαϊκή παράδοση, δε σκοτώθηκε στη μάχη (μάλιστα υποστηρίζεται ότι το σώμα του δε βρέθηκε ποτέ), αλλά βρίσκεται κρυμμένος κάπου βαθιά στη γη, μέχρι να ζωντανέψει ξανά, για να απελευθερώσει την Κωνσταντινούπολη