αποσβολώνομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίααποσβολώνομαι< παθητική φωνή του ρήματος αποσβολώνω
Ρήμα
επεξεργασίααποσβολώνομαι
- μένω τόσο έκπληκτος που μου "φεύγει το καφάσι".
- προχθές άκουσα πως οι Τούρκοι ετοιμάζονται να επιτεθούν στο Αιγαίο κι αποσβολώθηκα.
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αποσβολώνομαι | αποσβολωνόμουν(α) | θα αποσβολώνομαι | να αποσβολώνομαι | ||
β' ενικ. | αποσβολώνεσαι | αποσβολωνόσουν(α) | θα αποσβολώνεσαι | να αποσβολώνεσαι | (αποσβολώνου) | |
γ' ενικ. | αποσβολώνεται | αποσβολωνόταν(ε) | θα αποσβολώνεται | να αποσβολώνεται | ||
α' πληθ. | αποσβολωνόμαστε | αποσβολωνόμαστε αποσβολωνόμασταν |
θα αποσβολωνόμαστε | να αποσβολωνόμαστε | ||
β' πληθ. | αποσβολώνεστε | αποσβολωνόσαστε αποσβολωνόσασταν |
θα αποσβολώνεστε | να αποσβολώνεστε | (αποσβολώνεστε) | |
γ' πληθ. | αποσβολώνονται | αποσβολώνονταν αποσβολωνόντουσαν |
θα αποσβολώνονται | να αποσβολώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αποσβολώθηκα | θα αποσβολωθώ | να αποσβολωθώ | αποσβολωθεί | ||
β' ενικ. | αποσβολώθηκες | θα αποσβολωθείς | να αποσβολωθείς | αποσβολώσου | ||
γ' ενικ. | αποσβολώθηκε | θα αποσβολωθεί | να αποσβολωθεί | |||
α' πληθ. | αποσβολωθήκαμε | θα αποσβολωθούμε | να αποσβολωθούμε | |||
β' πληθ. | αποσβολωθήκατε | θα αποσβολωθείτε | να αποσβολωθείτε | αποσβολωθείτε | ||
γ' πληθ. | αποσβολώθηκαν αποσβολωθήκαν(ε) |
θα αποσβολωθούν(ε) | να αποσβολωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω αποσβολωθεί | είχα αποσβολωθεί | θα έχω αποσβολωθεί | να έχω αποσβολωθεί | αποσβολωμένος | |
β' ενικ. | έχεις αποσβολωθεί | είχες αποσβολωθεί | θα έχεις αποσβολωθεί | να έχεις αποσβολωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει αποσβολωθεί | είχε αποσβολωθεί | θα έχει αποσβολωθεί | να έχει αποσβολωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε αποσβολωθεί | είχαμε αποσβολωθεί | θα έχουμε αποσβολωθεί | να έχουμε αποσβολωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε αποσβολωθεί | είχατε αποσβολωθεί | θα έχετε αποσβολωθεί | να έχετε αποσβολωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν αποσβολωθεί | είχαν αποσβολωθεί | θα έχουν αποσβολωθεί | να έχουν αποσβολωθεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία αποσβολώνομαι
|