Ετυμολογία

επεξεργασία

αποσβολώνομαι< παθητική φωνή του ρήματος αποσβολώνω

αποσβολώνομαι

  1. μένω τόσο έκπληκτος που μου "φεύγει το καφάσι".
    προχθές άκουσα πως οι Τούρκοι ετοιμάζονται να επιτεθούν στο Αιγαίο κι αποσβολώθηκα.

  Μεταφράσεις

επεξεργασία