Τούρκος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Τούρκος | οι | Τούρκοι |
γενική | του | Τούρκου | των | Τούρκων |
αιτιατική | τον | Τούρκο | τους | Τούρκους |
κλητική | Τούρκο (Τούρκε) |
Τούρκοι | ||
όπως «υπνάκος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- Τούρκος < μεσαιωνική ελληνική Τοῦρκος < τουρκική Türk < παλαιά τουρκικά 𐰜𐰼𐰇𐱅 (türük) < *𐰃𐰼𐰇𐱅 (türi: ρίζα, καταγωγή, ράτσα) < πρωτοτουρκική *türi- (καταγωγή)
Κύριο όνομαΕπεξεργασία
Τούρκος αρσενικό (θηλυκό Τουρκάλα, Τούρκισσα (σπάνιο: Τούρκα)
- (εθνικά ονόματα) αυτός που κατάγεται από την Τουρκία ή έχει τουρκική υπηκοότητα
- (σε παλαιά κείμενα) Μουσουλμάνος υπήκοος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ανεξαρτήτως εθνότητας
- ※ Είδον έως 10 σωρούς Τούρκους φονευμένους, μαύρους, άσπρους, κάθε είδους." Νικόλαος Κ. Κασομούλης, Ενθυμήματα Στρατιωτικά της Επαναστάσεως των Ελλήνων 1821-1833, Αθήνα, 1939, τομ. Α', σ. 152.
- (μεταφορικά) πολύ θυμωμένος, εξαγριωμένος, εκτός εαυτού
- έγινε Τούρκος μ' αυτά που άκουσε και του κοπάνησε μια μπουνιά
- (μεταφορικά) για φαγώσιμα: με πολύ αψιά γεύση ή δύναμη
- το κρεμμύδι που καθάρισα ήταν Τούρκος και τα μάτια μου κλαίνε συνεχώς
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- με κάνει Τούρκο → βλέπε έκφραση: μου τη δίνει
- βαστάτε Τούρκοι τα άλογα
- βαστάτε Τούρκοι τα άρματα