Τούρκος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Τούρκος | οι | Τούρκοι |
γενική | του | Τούρκου | των | Τούρκων |
αιτιατική | τον | Τούρκο | τους | Τούρκους |
κλητική | Τούρκο & Τούρκε |
Τούρκοι | ||
Κατηγορία όπως «καμαρότος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Τούρκος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική Τοῦρκος < περσική تُرْک (tork) < μέση περσική ? (twlk' προφορά: turk) < παλαιά τουρκική 𐰜𐰼𐰇𐱅 (türük) < πρωτοτουρκική *tür(ü)k (Τούρκος, κάποιος τουρκικής καταγωγής) [1]
- για το τουρκικό → δείτε τη λέξη Türk
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΤούρκος αρσενικό (θηλυκό Τουρκάλα, Τούρκισσα & σπάνιο Τούρκα)
- (εθνικό όνομα) αυτός που κατάγεται από την Τουρκία ή έχει τουρκική υπηκοότητα
- ※ Ο Τούρκος πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν επισκέφθηκε σήμερα την Αλβανία για να συνομιλήσει με τον Αλβανό Πρωθυπουργό Έντι Ράμα
- «Στην Αλβανία ο Ερντογάν για μπίζνες και…κοινωφελές έργο» @kanaliena, πρόσβαση:2022.01.18.
- ※ Ο Τούρκος πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν επισκέφθηκε σήμερα την Αλβανία για να συνομιλήσει με τον Αλβανό Πρωθυπουργό Έντι Ράμα
- (παρωχημένο, σε παλαιά κείμενα) μουσουλμάνος υπήκοος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ανεξαρτήτως εθνότητας
- ※ Είδον έως 10 σωρούς Τούρκους φονευμένους, μαύρους, άσπρους, κάθε είδους.
- Νικόλαος Κ. Κασομούλης, Ενθυμήματα Στρατιωτικά της Επαναστάσεως των Ελλήνων 1821-1833, Αθήνα, 1939, τομ. Α', σ. 152.
- ※ Είδον έως 10 σωρούς Τούρκους φονευμένους, μαύρους, άσπρους, κάθε είδους.
- (μεταφορικά) πολύ θυμωμένος, εξαγριωμένος, εκτός εαυτού
- ⮡ Έγινε Τούρκος μ' αυτά που άκουσε και του κοπάνησε μια μπουνιά.
- (μεταφορικά, γαστρονομία για φαγώσιμα→ δείτε τούρκος) με πολύ αψιά γεύση ή δύναμη
- ⮡ Το κρεμμύδι που καθάρισα ήταν τούρκος και τα μάτια μου κλαίνε συνεχώς.
- ⮡ ξίδι τούρκος (πολύ δυνατό)
Εκφράσεις
επεξεργασία- γίνομαι Τούρκος
- με κάνει Τούρκο → δείτε την έκφραση: μου τη δίνει
- βαστάτε Τούρκοι τ' άλογα / βαστάτε Τούρκοι τ' άρματα
Συγγενικά
επεξεργασία ετυμολογικό πεδίο
τουρκ-
τουρκ-
Σύνθετα
επεξεργασία- τουρκο- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα τουρκο- στο Βικιλεξικό
- ελληνοτουρκικός
- παντουρκισμός
- φιλοτουρκικός
- φιλότουρκος
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία Τούρκος
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Τοῦρκος, Turk#English, ترک#Descendants, *tür(ü)k στο αγγλικό Βικιλεξικό