Τούρκου
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία 1
επεξεργασία
- Τούρκου < γενική ενικού του αρσενικού Τούρκος
Κύριο όνομα
επεξεργασία
Ετυμολογία 2
επεξεργασία
- Τούρκου < φινλανδική Turku
Κύριο όνομα
επεξεργασία
Τούρκου θηλυκό
- πόλη της Φινλανδίας