Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Έκφραση επεξεργασία

εκτός εαυτού < εκτός + εαυτού

  • έξω φρενών, έξαλλος, φρενήρης,
    Μου πήρε την προαγωγή μέσα από τα χέρια, μου πήρε τη γυναίκα μου μετά από 10 χρόνια γάμου, ε, όταν μου ζήτησε από πάνω και δανεικά, βγήκα πια εκτός εαυτού

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία