φρενήρης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | φρενήρης | η | φρενήρης | το | φρενήρες |
γενική | του | φρενήρους* | της | φρενήρους | του | φρενήρους |
αιτιατική | τον | φρενήρη | τη | φρενήρη | το | φρενήρες |
κλητική | φρενήρη(ς) | φρενήρης | φρενήρες | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | φρενήρεις | οι | φρενήρεις | τα | φρενήρη |
γενική | των | φρενήρων | των | φρενήρων | των | φρενήρων |
αιτιατική | τους | φρενήρεις | τις | φρενήρεις | τα | φρενήρη |
κλητική | φρενήρεις | φρενήρεις | φρενήρη | |||
* Και προφορικός τύπος σε -η στη γενική ενικού αρσενικού ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «πλήρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- φρενήρης < αρχαία ελληνική φρενήρης < φρήν + ἀραρίσκω ((σημασιολογικό δάνειο) ιταλική frenetico[1] [2])
Επίθετο
επεξεργασίαφρενήρης
- έξαλλος, φρενιασμένος, οργισμένος, εκτός εαυτού
- ανεξέλεγκτος
- φρενήρης καταδίωξη
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη φρένες
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία φρενήρης
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ φρενήρης - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ↑ φρενήρης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας