ἀραρίσκω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ἀραρίσκω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂er- (συνδέω, ταιριάζω, τοποθετώ μαζί) + -σκω (< πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *-sḱéti)
Ρήμα
επεξεργασίαἀραρίσκω
- συνδέω, συνταιριάζω
- συνάπτω
- κατασκευάζω, παρασκευάζω
- συγκεντρώνω
- εφοδιάζω, εξοπλίζω
- είμαι ευχάριστος, ευχαριστώ
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ἀραρίσκω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀραρίσκω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.