ἄρθρον
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
Πτώση | Ενικός | Δυϊκός | Πληθυντικός |
---|---|---|---|
Ονομαστική | ἄρθρον | ἄρθρω | ἄρθρα |
Γενική | ἄρθρου | ἄρθροιν | ἄρθρων |
Δοτική | ἄρθρῳ | ἄρθροιν | ἄρθροις |
Αιτιατική | ἄρθρον | ἄρθρω | ἄρθρα |
Κλητική | ἄρθρον | ἄρθρω | ἄρθρα |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ἄρθρον < ἀραρίσκω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂er-
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ἄρθρον ουδέτερο
ΠηγέςΕπεξεργασία
- ἄρθρον στην Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ. Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012.
- «ἄρθρον» - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.