Δείτε επίσης: αναρθρία

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἀναρθρί αἱ ἀναρθρίαι
      γενική τῆς ἀναρθρίᾱς τῶν ἀναρθριῶν
      δοτική τῇ ἀναρθρί ταῖς ἀναρθρίαις
    αιτιατική τὴν ἀναρθρίᾱν τὰς ἀναρθρίᾱς
     κλητική ! ἀναρθρί ἀναρθρίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀναρθρί
γεν-δοτ τοῖν  ἀναρθρίαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀναρθρία < αρχαία ελληνική ἄναρθρος + -ία < ἀν- στερητικό + ἄρθρον < ἀραρίσκω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂er-

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἀναρθρία θηλυκό

  1. χαλάρωση των αρθρώσεων ή των μελών του σώματος
  2. (κατ’ επέκταση) ατονία

  Πηγές επεξεργασία