ἀναρθρία
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ἀναρθρίᾱ | αἱ | ἀναρθρίαι |
γενική | τῆς | ἀναρθρίᾱς | τῶν | ἀναρθριῶν |
δοτική | τῇ | ἀναρθρίᾳ | ταῖς | ἀναρθρίαις |
αιτιατική | τὴν | ἀναρθρίᾱν | τὰς | ἀναρθρίᾱς |
κλητική ὦ! | ἀναρθρίᾱ | ἀναρθρίαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀναρθρίᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀναρθρίαιν | ||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ἀναρθρία < αρχαία ελληνική ἄναρθρος + -ία < ἀν- στερητικό + ἄρθρον < ἀραρίσκω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂er-
Ουσιαστικό επεξεργασία
ἀναρθρία θηλυκό
Πηγές επεξεργασία
- ἀναρθρία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.