Δείτε επίσης: ἀναρθρία

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αναρθρία οι αναρθρίες
      γενική της αναρθρίας των αναρθριών
    αιτιατική την αναρθρία τις αναρθρίες
     κλητική αναρθρία αναρθρίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αναρθρία < λόγιο ενδογενές δάνειο: νεολατινική anarthria < αρχαία ελληνική ἄναρθρος + -ία < ἄρθρον < ἀραρίσκω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂er-

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αναρθρία θηλυκό

Υπερώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία