Δείτε επίσης: εὐχαριστῶ, ευχάριστο

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ευχαριστώ < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή εὐχαριστῶ, συνηρημένος τύπος του εὐχαριστέω < αρχαία ελληνική εὐχάριστος < εὖ + χάρις

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ef.xa.ɾiˈsto/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ευ‐χα‐ρι‐στώ
τονικό παρώνυμο: ευχάριστο

  Επιφώνημα

επεξεργασία

ευχαριστώ

Εκφράσεις

επεξεργασία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ευχαριστώ ουδέτερο άκλιτο

  • ένδειξη ευγνωμοσύνης προς κάποιον
    ⮡  Πες κι ένα ευχαριστώ, δε θα σου πέσει η μύτη!
    ⮡  Αχάριστε, αυτό ήταν το ευχαριστώ για όλη τη βοήθεια που σου έδωσα;

ευχαριστώ, αόρ.: ευχαρίστησα, παθ.φωνή: ευχαριστιέμαι/ευχαριστούμαι, π.αόρ.: ευχαριστήθηκα, μτχ.π.π.: ευχαριστημένος

  1. δείχνω σε κάποιον ότι τον ευγνωμονώ για κάτι που μου έκανε ή που μου έδωσε
    ⮡  Μπορείς να τον ευχαριστήσεις για όλο τον κόπο που έκανε!
     αντώνυμα: δυσαρεστώ, πικραίνω, στενοχωρώ
  2. κάνω κάποιον να νιώσει όμορφα, ικανοποιώ κάποιον
    ⮡  Το δώρο που του έκανες τον ευχαρίστησε πάρα πολύ!
    ⮡  Αν θέλεις να την ευχαριστήσεις, μπορείς να της προσφέρεις ένα μπουκέτο λουλούδια!
     συνώνυμα: ικανοποιώ, χαροποιώ
     αντώνυμα: δυσαρεστώ, στενοχωρώ

Εκφράσεις

επεξεργασία

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη ευχάριστος

  Μεταφράσεις

επεξεργασία