Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ευχαριστημένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Αντώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ευχαριστημέν
ος
η
ευχαριστημέν
η
το
ευχαριστημέν
ο
γενική
του
ευχαριστημέν
ου
της
ευχαριστημέν
ης
του
ευχαριστημέν
ου
αιτιατική
τον
ευχαριστημέν
ο
την
ευχαριστημέν
η
το
ευχαριστημέν
ο
κλητική
ευχαριστημέν
ε
ευχαριστημέν
η
ευχαριστημέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ευχαριστημέν
οι
οι
ευχαριστημέν
ες
τα
ευχαριστημέν
α
γενική
των
ευχαριστημέν
ων
των
ευχαριστημέν
ων
των
ευχαριστημέν
ων
αιτιατική
τους
ευχαριστημέν
ους
τις
ευχαριστημέν
ες
τα
ευχαριστημέν
α
κλητική
ευχαριστημέν
οι
ευχαριστημέν
ες
ευχαριστημέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ευχαριστημένος
:
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
του ρήματος
ευχαριστώ
Μετοχή
επεξεργασία
ευχαριστημένος, -η, -ο
που έχει
ευχαριστηθεί
Αντώνυμα
επεξεργασία
ανευχαρίστητος
δυσαρεστημένος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ευχαριστημένος
αγγλικά
:
pleased
(en)
γαλλικά
:
content
(fr)
,
heureux
(fr)
,
satisfait
(fr)
τουρκικά
:
memnun
(tr)