δυσαρεστημένος
Νέα ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- δυσαρεστημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου δυσαρεστώ
Μετοχή Επεξεργασία
δυσαρεστημένος, -η, -ο
- που νιώθει δυσαρέσκεια, που αισθάνεται ότι η κατάσταση όπως έχει δεν τον ικανοποιεί, είναι αντίθετη στα συμφέροντα και τις επιδιώξεις του
- μεγάλο ποσοστό πολιτών εμφανίζονται δυσαρεστημένοι με την πολιτική κατάσταση
- Το παιδί είναι δυσαρεστημένο
- Η Γερμανία έδειξε δυσαρεστημένη από το αποτέλεσμα των γαλλικών και ελληνικών εκλογών του 2012
Μεταφράσεις Επεξεργασία
δυσαρεστημένος