δυσαρεστημένος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
πτώση | ενικός | ||
---|---|---|---|
ονομαστική | δυσαρεστημένος | δυσαρεστημένη | δυσαρεστημένο |
γενική | δυσαρεστημένου | δυσαρεστημένης | δυσαρεστημένου |
αιτιατική | δυσαρεστημένο | δυσαρεστημένη | δυσαρεστημένο |
κλητική | δυσαρεστημένε | δυσαρεστημένη | δυσαρεστημένο |
πτώση | πληθυντικός | ||
ονομαστική | δυσαρεστημένοι | δυσαρεστημένες | δυσαρεστημένα |
γενική | δυσαρεστημένων | δυσαρεστημένων | δυσαρεστημένων |
αιτιατική | δυσαρεστημένους | δυσαρεστημένες | δυσαρεστημένα |
κλητική | δυσαρεστημένοι | δυσαρεστημένες | δυσαρεστημένα |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- δυσαρεστημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος δυσαρεστώ
ΜετοχήΕπεξεργασία
δυσαρεστημένος -η -ο
- που νιώθει δυσαρέσκεια, που αισθάνεται ότι η κατάσταση όπως έχει δεν τον ικανοποιεί, είναι αντίθετη στα συμφέροντα και τις επιδιώξεις του
- μεγάλο ποσοστό πολιτών εμφανίζονται δυσαρεστημένοι με την πολιτική κατάσταση
- Το παιδί είναι δυσαρεστημένο
- Η Γερμανία έδειξε δυσαρεστημένη από το αποτέλεσμα των γαλλικών και ελληνικών εκλογών του 2012
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
δυσαρεστημένος