δυσαρεστώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- δυσαρεστώ < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή δυσαρεστῶ, συνηρημένος τύπος του δυσαρεστέω (ενοχλούμαι)[1] Δείτε και δυσ-, αρέσω.
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ði.sa.ɾeˈsto/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δυ‐σα‐ρε‐στώ
- τονικό παρώνυμο: δυσάρεστο
Ρήμα
επεξεργασίαδυσαρεστώ, αόρ.: δυσαρέστησα, παθ.φωνή: δυσαρεστούμαι, π.αόρ.: δυσαρεστήθηκα, μτχ.π.π.: δυσαρεστημένος
- προκαλώ δυσαρέσκεια σε κάποιον, ενόχληση ή στενοχώρια
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία- ο παθητικός παρατατικός δυσαρεστιόμουν, δυσαρεστούμουν
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | δυσαρεστώ | δυσαρεστούσα | θα δυσαρεστώ | να δυσαρεστώ | δυσαρεστώντας | |
β' ενικ. | δυσαρεστείς | δυσαρεστούσες | θα δυσαρεστείς | να δυσαρεστείς | ||
γ' ενικ. | δυσαρεστεί | δυσαρεστούσε | θα δυσαρεστεί | να δυσαρεστεί | ||
α' πληθ. | δυσαρεστούμε | δυσαρεστούσαμε | θα δυσαρεστούμε | να δυσαρεστούμε | ||
β' πληθ. | δυσαρεστείτε | δυσαρεστούσατε | θα δυσαρεστείτε | να δυσαρεστείτε | δυσαρεστείτε | |
γ' πληθ. | δυσαρεστούν(ε) | δυσαρεστούσαν(ε) | θα δυσαρεστούν(ε) | να δυσαρεστούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | δυσαρέστησα | θα δυσαρεστήσω | να δυσαρεστήσω | δυσαρεστήσει | ||
β' ενικ. | δυσαρέστησες | θα δυσαρεστήσεις | να δυσαρεστήσεις | δυσαρέστησε | ||
γ' ενικ. | δυσαρέστησε | θα δυσαρεστήσει | να δυσαρεστήσει | |||
α' πληθ. | δυσαρεστήσαμε | θα δυσαρεστήσουμε | να δυσαρεστήσουμε | |||
β' πληθ. | δυσαρεστήσατε | θα δυσαρεστήσετε | να δυσαρεστήσετε | δυσαρεστήστε | ||
γ' πληθ. | δυσαρέστησαν δυσαρεστήσαν(ε) |
θα δυσαρεστήσουν(ε) | να δυσαρεστήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω δυσαρεστήσει | είχα δυσαρεστήσει | θα έχω δυσαρεστήσει | να έχω δυσαρεστήσει | ||
β' ενικ. | έχεις δυσαρεστήσει | είχες δυσαρεστήσει | θα έχεις δυσαρεστήσει | να έχεις δυσαρεστήσει | ||
γ' ενικ. | έχει δυσαρεστήσει | είχε δυσαρεστήσει | θα έχει δυσαρεστήσει | να έχει δυσαρεστήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε δυσαρεστήσει | είχαμε δυσαρεστήσει | θα έχουμε δυσαρεστήσει | να έχουμε δυσαρεστήσει | ||
β' πληθ. | έχετε δυσαρεστήσει | είχατε δυσαρεστήσει | θα έχετε δυσαρεστήσει | να έχετε δυσαρεστήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν δυσαρεστήσει | είχαν δυσαρεστήσει | θα έχουν δυσαρεστήσει | να έχουν δυσαρεστήσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | δυσαρεστούμαι | δυσαρεστούμουν | θα δυσαρεστούμαι | να δυσαρεστούμαι | δυσαρεστούμενος | |
β' ενικ. | δυσαρεστείσαι | δυσαρεστούσουν | θα δυσαρεστείσαι | να δυσαρεστείσαι | ||
γ' ενικ. | δυσαρεστείται | δυσαρεστούνταν | θα δυσαρεστείται | να δυσαρεστείται | ||
α' πληθ. | δυσαρεστούμαστε | δυσαρεστούμασταν δυσαρεστούμαστε |
θα δυσαρεστούμαστε | να δυσαρεστούμαστε | ||
β' πληθ. | δυσαρεστείστε | δυσαρεστούσασταν δυσαρεστούσαστε |
θα δυσαρεστείστε | να δυσαρεστείστε | δυσαρεστείστε | |
γ' πληθ. | δυσαρεστούνται | δυσαρεστούνταν | θα δυσαρεστούνται | να δυσαρεστούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | δυσαρεστήθηκα | θα δυσαρεστηθώ | να δυσαρεστηθώ | δυσαρεστηθεί | ||
β' ενικ. | δυσαρεστήθηκες | θα δυσαρεστηθείς | να δυσαρεστηθείς | δυσαρεστήσου | ||
γ' ενικ. | δυσαρεστήθηκε | θα δυσαρεστηθεί | να δυσαρεστηθεί | |||
α' πληθ. | δυσαρεστηθήκαμε | θα δυσαρεστηθούμε | να δυσαρεστηθούμε | |||
β' πληθ. | δυσαρεστηθήκατε | θα δυσαρεστηθείτε | να δυσαρεστηθείτε | δυσαρεστηθείτε | ||
γ' πληθ. | δυσαρεστήθηκαν δυσαρεστηθήκαν(ε) |
θα δυσαρεστηθούν(ε) | να δυσαρεστηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω δυσαρεστηθεί | είχα δυσαρεστηθεί | θα έχω δυσαρεστηθεί | να έχω δυσαρεστηθεί | δυσαρεστημένος | |
β' ενικ. | έχεις δυσαρεστηθεί | είχες δυσαρεστηθεί | θα έχεις δυσαρεστηθεί | να έχεις δυσαρεστηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει δυσαρεστηθεί | είχε δυσαρεστηθεί | θα έχει δυσαρεστηθεί | να έχει δυσαρεστηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε δυσαρεστηθεί | είχαμε δυσαρεστηθεί | θα έχουμε δυσαρεστηθεί | να έχουμε δυσαρεστηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε δυσαρεστηθεί | είχατε δυσαρεστηθεί | θα έχετε δυσαρεστηθεί | να έχετε δυσαρεστηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν δυσαρεστηθεί | είχαν δυσαρεστηθεί | θα έχουν δυσαρεστηθεί | να έχουν δυσαρεστηθεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι δυσαρεστημένος - είμαστε, είστε, είναι δυσαρεστημένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν δυσαρεστημένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν δυσαρεστημένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι δυσαρεστημένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι δυσαρεστημένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι δυσαρεστημένος - να είμαστε, να είστε, να είναι δυσαρεστημένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ δυσαρεστώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας