δυσάρεστο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ðiˈsa.ɾe.sto/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δυ‐σά‐ρε‐στο
- τονικό παρώνυμο: δυσαρεστώ
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαδυσάρεστο
- (αρσενικό) αιτιατική ενικού του δυσάρεστος
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του δυσάρεστος