δυσάρεστος
Ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- δυσάρεστος < αρχαία ελληνική δυσάρεστος ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική désagréable)
ΕπίθετοΕπεξεργασία
δυσάρεστος, -η, -ο
- που δυσαρεστεί κάποιον, που προξενεί αρνητικά αισθήματα ή συναισθήματα (ενόχληση ή στενοχώρια)
ΑντώνυμαΕπεξεργασία
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
δυσάρεστος