δύστροπος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- δύστροπος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δύστροπος < δύσ- + τρόπος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈði.stɾo.pos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δύ‐στρο‐πος
- παλιότερος συλλαβισμός : δύσ‐τρο‐πος
Επίθετο
επεξεργασίαδύστροπος, -η, -ο
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τους όρους δυσ- και τρόπος
Μεταφράσεις
επεξεργασία δύστροπος
Πηγές
επεξεργασία- δύστροπος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- δύστροπος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαδύστροπος, -ος, -ον
- κακότροπος, ιδιόρρυθμος, ιδιότροπος, οργίλος
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Δημοσθένης, Κατὰ Φιλίππου β′, 30
- λέγοντας ὡς ἐγὼ μὲν ὕδωρ πίνων εἰκότως δύστροπος καὶ δύσκολός εἰμί τις ἄνθρωπος, Φίλιππος δ᾽, ἅπερ εὔξαισθ᾽ ἂν ὑμεῖς, ἂν παρέλθῃ, πράξει,
- εκείνους επαναλαμβάνω που έλεγαν ότι εγώ, ως υδροπότης, είμαι δικαιολογημένα δύστροπος και δύσκολος άνθρωπος, ενώ ο Φίλιππος, αν περνούσε τα στενά, θα έκανε όσα εσείς ευχόσασταν:
- Μετάφραση (2003): Α.Ι. Γιαγκόπουλος - Μ. Αραποπούλου, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
- λέγοντας ὡς ἐγὼ μὲν ὕδωρ πίνων εἰκότως δύστροπος καὶ δύσκολός εἰμί τις ἄνθρωπος, Φίλιππος δ᾽, ἅπερ εὔξαισθ᾽ ἂν ὑμεῖς, ἂν παρέλθῃ, πράξει,
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Δημοσθένης, Κατὰ Φιλίππου β′, 30
- που περιστρέφεται δύσκολα
- (για ασθένεια) κακοήθης, δύσκολα διαχειρίσιμη
- ※ 4ος κε αιώνας Γρηγόριος Νύσσης, Against Eunomius, @catholiclibrary.org
- οὐδὲ γὰρ εἴ τις ἄτοπον καὶ δυσῶδες πνέοι κατὰ σωματικὴν δυσκρασίαν ἢ κατά τινα λοιμώδη καὶ δύστροπον ἀρρωστίαν, προκαλέσαιτο ἂν τὸν ὑγιαίνοντα πρὸς ζῆλον τοῦ δυστυχήματος, ὡς ἑλέσθαι τινὰ τῷ ἴσῳ κακῷ δι' οἰκείας νόσου τὴν τοῦ ὀδωδότος ἀηδίαν ἀμύνεσθαι.
- ※ 4ος κε αιώνας Γρηγόριος Νύσσης, Against Eunomius, @catholiclibrary.org
Συγγενικά
επεξεργασία- → και δείτε τη λέξη τρόπος
Πηγές
επεξεργασία- δύστροπος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- δύστροπος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.