δύστροπος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- δύστροπος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δύστροπος < δύσ- + τρόπος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈði.stɾo.pos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δύ‐στρο‐πος
- παλιότερος συλλαβισμός : δύσ‐τρο‐πος
Επίθετο επεξεργασία
δύστροπος, -η, -ο
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τους όρους δυσ- και τρόπος
Μεταφράσεις επεξεργασία
δύστροπος
Πηγές επεξεργασία
- δύστροπος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- δύστροπος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- δύστροπος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- δύστροπος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.