Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δύστροπος η δύστροπη το δύστροπο
      γενική του δύστροπου της δύστροπης του δύστροπου
    αιτιατική τον δύστροπο τη δύστροπη το δύστροπο
     κλητική δύστροπε δύστροπη δύστροπο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δύστροποι οι δύστροπες τα δύστροπα
      γενική των δύστροπων των δύστροπων των δύστροπων
    αιτιατική τους δύστροπους τις δύστροπες τα δύστροπα
     κλητική δύστροποι δύστροπες δύστροπα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

δύστροπος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δύστροπος < δύσ- + τρόπος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈði.stɾo.pos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δύ‐στρο‐πος
παλιότερος συλλαβισμός: δύσ‐τρο‐πος

  Επίθετο επεξεργασία

δύστροπος, -η, -ο

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τους όρους δυσ- και τρόπος

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / δύστροπος τὸ δύστροπον
      γενική τοῦ/τῆς δυστρόπου τοῦ δυστρόπου
      δοτική τῷ/τῇ δυστρόπ τῷ δυστρόπ
    αιτιατική τὸν/τὴν δύστροπον τὸ δύστροπον
     κλητική ! δύστροπε δύστροπον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ δύστροποι τὰ δύστροπ
      γενική τῶν δυστρόπων τῶν δυστρόπων
      δοτική τοῖς/ταῖς δυστρόποις τοῖς δυστρόποις
    αιτιατική τοὺς/τὰς δυστρόπους τὰ δύστροπ
     κλητική ! δύστροποι δύστροπ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ δυστρόπω τὼ δυστρόπω
      γεν-δοτ τοῖν δυστρόποιν τοῖν δυστρόποιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές


ζητούμενο λήμμα

  Πηγές επεξεργασία