Δείτε επίσης: δισ-

Ετυμολογία

επεξεργασία
δυσ- < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δυσ-
ΔΦΑ : /ðiz/ πριν από ένα από τα σύμφωνα v ɣ ð m n
ΔΦΑ : /ðis/
ομόηχο: δισ-

δυσ- ή δύσ-

Αντώνυμα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία