• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

δυστροπία

  • Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Μεταφράσεις

Ελληνικά (el) Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δυστροπία οι δυστροπίες
      γενική της δυστροπίας των δυστροπιών
    αιτιατική τη δυστροπία τις δυστροπίες
     κλητική δυστροπία δυστροπίες
όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

δυστροπία < ελληνιστική κοινή δυστροπία < δύστροπος < αρχαία ελληνική δυσ- + τρόπος

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

δυστροπία θηλυκό

  • (λόγιο) το να είναι κάποιος δύστροπος, η ιδιότητα του δύστροπου

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    δυστροπία
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=δυστροπία&oldid=4859521"
Τελευταία επεξεργασία στις 4 Οκτωβρίου 2020, στις 23:09

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 4 Οκτωβρίου 2020, στις 23:09.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie