δυσ-
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- δυσ- < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δυσ-
- για σύγχρονους όρους, όπως της ιατρικής < λόγιο ενδογενές δάνειο: διαγλωσσική ορολογία dys- όπως από τα αγγλικά ή τα γαλλικά [1]
Προφορά επεξεργασία
Πρόθημα επεξεργασία
δυσ- ή δύσ-
- πρόθημα για το σχηματισμό λέξεων που δηλώνουν
Αντώνυμα επεξεργασία
- ευ- και εύ-
Δείτε επίσης επεξεργασία
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα δυσ- στο Βικιλεξικό
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα δύσ- στο Βικιλεξικό
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ δυσ- - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- δυσ- < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική δυσ-
Πρόθημα επεξεργασία
δυσ- ή δύσ-
Αντώνυμα επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- Μεσαιωνικές ελληνικές λέξεις με πρόθημα δυσ- στο Βικιλεξικό
- Μεσαιωνικές ελληνικές λέξεις με πρόθημα δύσ- στο Βικιλεξικό
- Λέξεις με δυσ- - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- δυσ- < → λείπει η ετυμολογία
Πρόθημα επεξεργασία
δυσ- ή δύσ-
Αντώνυμα επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα δυσ- στο Βικιλεξικό
- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα δύσ- στο Βικιλεξικό
- Λέξεις δυσ- @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts