κακό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κακό | τα | κακά |
γενική | του | κακού | των | κακών |
αιτιατική | το | κακό | τα | κακά |
κλητική | κακό | κακά | ||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κακό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου κακός
Ουσιαστικό
επεξεργασίακακό ουδέτερο
Εκφράσεις
επεξεργασία- πολύ κακό για το τίποτα: δημιουργήθηκε θέμα χωρίς λόγο
- τα τρία κακά της μοίρας μου: γενική έκφραση για προβληματική κατάσταση που υπονοεί κάποια κακοτυχία και συχνά συνοδεύεται από κάποιες αντίστοιχες συγκεκριμένες συμφορές ή κακά
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίακακό