καταστροφικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- καταστροφικός < καταστροφή + -ικός
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ka.ta.stɾo.fiˈkos/ αρσενικό
- ΔΦΑ : /ka.ta.stɾo.fiˈci/ θηλυκό
- ΔΦΑ : /ka.ta.stɾo.fiˈko/ ουδέτερο
Επίθετο επεξεργασία
καταστροφικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με την καταστροφή, αναφέρεται σ’ αυτή ή την προκαλεί
Άλλες μορφές επεξεργασία
επεξεργασία
- καταστροφικά
- καταστρεπτικότητα
- → δείτε τις λέξεις καταστρέφω, κατά και στρέφω
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
καταστροφικός