Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καταστρεπτικότητα οι καταστρεπτικότητες
      γενική της καταστρεπτικότητας των καταστρεπτικοτήτων
    αιτιατική την καταστρεπτικότητα τις καταστρεπτικότητες
     κλητική καταστρεπτικότητα καταστρεπτικότητες
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

καταστρεπτικότητα < καταστρεπτικός + -ότητα

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ka.ta.stɾe.ptiˈko.ti.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐τα‐στρε‐πτι‐κό‐τη‐τα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

καταστρεπτικότητα θηλυκό στον ενικό

  1. η ιδιότητα του καταστρεπτικού, ο βαθμός στον οποίο κάτι είναι καταστρεπτικό
  2. (ψυχιατρική) παθολογική τάση προς την καταστροφή

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία