στρέφω
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- στρέφω < αρχαία ελληνική στρέφω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *strebʰ-
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΡήμαΕπεξεργασία
στρέφω (παθητική φωνή: στρέφομαι)
- γυρίζω κάποιον ή κάτι προς κάποια άλλη κατεύθυνση
- (μεταφορικά) αλλάζω τρόπο θέασης και προσέγγισης των πραγμάτων
Επεξεργασία
ΣύνθεταΕπεξεργασία
- ενδοστρέφεια
- ενδοστρεφής
- εξωστρέφεια
- εξωστρεφής
- εσωστρέφεια
- εσωστρεφής
- στρεφοποδία
- στρεψαυχενία
- στρεψόδικος
- → δείτε τις λέξεις αναστρέφω, αντιστρέφω, αποστρέφω, διαστρέφω, επιστρέφω, καταστρέφω, μεταστρέφω, περιστρέφω, συναναστρέφομαι και συστρέφω
ΚλίσηΕπεξεργασία
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | στρέφω | έστρεφα | θα στρέφω | να στρέφω | στρέφοντας | |
β' ενικ. | στρέφεις | έστρεφες | θα στρέφεις | να στρέφεις | στρέφε | |
γ' ενικ. | στρέφει | έστρεφε | θα στρέφει | να στρέφει | ||
α' πληθ. | στρέφουμε | στρέφαμε | θα στρέφουμε | να στρέφουμε | ||
β' πληθ. | στρέφετε | στρέφατε | θα στρέφετε | να στρέφετε | στρέφετε | |
γ' πληθ. | στρέφουν(ε) | έστρεφαν στρέφαν(ε) |
θα στρέφουν(ε) | να στρέφουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | έστρεψα | θα στρέψω | να στρέψω | στρέψει | ||
β' ενικ. | έστρεψες | θα στρέψεις | να στρέψεις | στρέψε | ||
γ' ενικ. | έστρεψε | θα στρέψει | να στρέψει | |||
α' πληθ. | στρέψαμε | θα στρέψουμε | να στρέψουμε | |||
β' πληθ. | στρέψατε | θα στρέψετε | να στρέψετε | στρέψτε | ||
γ' πληθ. | έστρεψαν στρέψαν(ε) |
θα στρέψουν(ε) | να στρέψουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω στρέψει | είχα στρέψει | θα έχω στρέψει | να έχω στρέψει | ||
β' ενικ. | έχεις στρέψει | είχες στρέψει | θα έχεις στρέψει | να έχεις στρέψει | ||
γ' ενικ. | έχει στρέψει | είχε στρέψει | θα έχει στρέψει | να έχει στρέψει | ||
α' πληθ. | έχουμε στρέψει | είχαμε στρέψει | θα έχουμε στρέψει | να έχουμε στρέψει | ||
β' πληθ. | έχετε στρέψει | είχατε στρέψει | θα έχετε στρέψει | να έχετε στρέψει | ||
γ' πληθ. | έχουν στρέψει | είχαν στρέψει | θα έχουν στρέψει | να έχουν στρέψει |
|