εξωστρέφεια
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εξωστρέφεια < εξωστρεφής + -εια < (μεταφραστικό δάνειο) γερμανική Εxtraversion
Ουσιαστικό επεξεργασία
εξωστρέφεια θηλυκό
- η ιδιότητα του εξωστρεφούς
Αντώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις εξωστρεφής, έξω και στρέφω
Μεταφράσεις επεξεργασία
εξωστρέφεια