Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɛks.tʁa.vɛʁ.sjɔ̃/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
extraversion extraversions

extraversion (fr) θηλυκό