Δείτε επίσης: ἀνοιχτός
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανοιχτός η ανοιχτή το ανοιχτό
      γενική του ανοιχτού της ανοιχτής του ανοιχτού
    αιτιατική τον ανοιχτό την ανοιχτή το ανοιχτό
     κλητική ανοιχτέ ανοιχτή ανοιχτό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανοιχτοί οι ανοιχτές τα ανοιχτά
      γενική των ανοιχτών των ανοιχτών των ανοιχτών
    αιτιατική τους ανοιχτούς τις ανοιχτές τα ανοιχτά
     κλητική ανοιχτοί ανοιχτές ανοιχτά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ανοιχτός < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀνοιχτός < ελληνιστική κοινή ἀνοικτός, με τροπή του [kt] σε [xt][1] < αρχαία ελληνική ἀνοίγω, ἀνοικ- + κατάληξη ρηματικού επιθέτου [2]

  Επίθετο

επεξεργασία

ανοιχτός, -ή, -ό και ανοικτός

  1. που έχει ανοίξει
  2. που έχει μετακινηθεί ώστε να επιτρέπει τη διέλευση
    ανοιχτή πόρτα, ανοιχτό παράθυρο
  3. (για αισθητήρια όργανα)
    1. που επιτελούν τη λειτουργία τους
      ανοιχτά μάτια (με τα βλέφαρα ανεβασμένα)
    2. (μεταφορικά)
      έχε τα μάτια σου ανοιχτά: να βρίσκεσαι σε εγρήγορση
      ανοιχτά αφτιά: (μεταφορικά) ακούγοντας με προσοχή
  4. (μεταφορικά) που είναι φιλόξενος
    ανοιχτό σπίτι
  5. (για χώρο)
    1. στον οποίο επιτρέπεται η είσοδος ή η διέλευση
      ανοιχτό κανάλι, ανοιχτός δρόμος
    2. που δεν είναι σκεπασμένος, που δεν περιέχει οικοδομήματα ή άλλα προσκόμματα
  6. που επιτρέπεται να εξελιχθεί προς πολλές κατευθύνσεις
    όλα τα ενδεχόμενα είναι ανοιχτά
  7. που διεξάγεται δημόσια
    Σας καλούμε σε ανοιχτή συζήτηση.
  8. που επιτελείται εκτός ενός χώρου, συνήθως προβλεπόμενου για κάποιες ενέργειες, ή χωρίς να χρειάζεται διανομή σε αυτόν
    ανοικτή περίθαλψη, ανοιχτή περίθαλψη
    Δε χρειάζεται να μείνετε άλλο στο κέντρο αποκατάστασης· στο εξής θα ακολουθήσουμε μέθοδο αποθεραπείας ανοικτού τύπου.
  9. που λειτουργεί και δέχεται κοινό
    Τα μαγαζιά είναι ανοιχτά τα απογεύματα της Πέμπτης.
  10. σε λειτουργία
    το φως είναι ανοιχτό, η βρύση είναι ανοιχτή, ο υπολογιστής είναι ανοιχτός
  11. που δεν είναι σκεπασμένος με κάποιο πώμα, βούλωμα
    ανοιχτό κουτί, μπουκάλι
  12. που αιμορραγεί (και μεταφορικά)
    ανοιχτό τραύμα, ανοιχτή πληγή
  13. απλωμένος, που είναι ξεδιπλωμένος
    ανοιχτή βεντάλια
  14. (για χρώμα) → δείτε το ουδέτερο ανοιχτό & ανοιχτο-
  15. που δηλώνει εύρος
    ανοιχτή στροφή
  16. (πληροφορική) που έχουν περάσει τα περιεχόμενά του στην κύρια μνήμη και απεικονίζονται στην οθόνη ή άλλη συσκευή εξόδου
    Υπάρχει ήδη ένα αρχείο ανοιχτό με το ίδιο όνομα.
  17. (πληροφορική) που ο καθένας μπορεί να τον εξετάσει και τροποποιήσει ελεύθερα
    ανοιχτός κώδικας
  18. (οικονομία) που επιτρέπει σε δύο συμβαλλόμενα μέρη να τακτοποιούν τις μεταξύ τους οικονομικές εκκρεμότητες
    ανοιχτός λογαριασμός
     συνώνυμα: αλληλόχρεος, τρεχούμενος

Συνώνυμα

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία

(Χρειάζεται μεταφορά των ορισμών στις σελίδες τους)

Συγγενικά

επεξεργασία

θέμα με ανοιχτ- / ή και ανοικτ-

θέμα με ανοικτ-

για άλλα θέματα → δείτε τη λέξη ανοίγω όπως άνοιγμα, ανοιγμένος, άνοιξη

ανοιχτο- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα ανοιχτο- στο Βικιλεξικό όπως ενδεικτικά

-άνοιχτος Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -άνοιχτος στο Βικιλεξικό όπως ενδεικτικά

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. ανοιχτός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. στο λήμμα «ανοίγω» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.