ανοιχτομάτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ανοιχτομάτης | η | ανοιχτομάτα | το | ανοιχτομάτικο |
γενική | του | ανοιχτομάτη | της | ανοιχτομάτας | του | ανοιχτομάτικου |
αιτιατική | τον | ανοιχτομάτη | την | ανοιχτομάτα | το | ανοιχτομάτικο |
κλητική | ανοιχτομάτη | ανοιχτομάτα | ανοιχτομάτικο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ανοιχτομάτηδες | οι | ανοιχτομάτες | τα | ανοιχτομάτικα |
γενική | των | ανοιχτομάτηδων | — | των | ανοιχτομάτικων | |
αιτιατική | τους | ανοιχτομάτηδες | τις | ανοιχτομάτες | τα | ανοιχτομάτικα |
κλητική | ανοιχτομάτηδες | ανοιχτομάτες | ανοιχτομάτικα | |||
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος. Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά. | ||||||
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ανοιχτομάτης < ανοιχτ(ός) + -ο- + -μάτης
Επίθετο
επεξεργασίαανοιχτομάτης, -α, -ο
- (μεταφορικά) που έχει τα μάτια του ανοιχτά, που δεν ξεγελιέται, ο ξύπνιος
- ο δραστήριος
- Χαλίφης πήε και σκόνταψε σ' ανοιχτομάτη πόρτα: (παροιμία) Ο δόλιος δεν μπορεί να ξεγελάσει τον προσεκτικό.