alert
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- alert < (άμεσο δάνειο) γαλλική alerte
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /əˈlɜːt/
- ⓘ
- τυπογραφικός συλλαβισμός : a‐lert
Επίθετο επεξεργασία
alert (en)
- σε εγρήγορση
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
alert | alerts |
alert (en)
Ρήμα επεξεργασία
alert (en)