πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ξύπνιος η ξύπνια το ξύπνιο
      γενική του ξύπνιου της ξύπνιας του ξύπνιου
    αιτιατική τον ξύπνιο την ξύπνια το ξύπνιο
     κλητική ξύπνιε ξύπνια ξύπνιο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ξύπνιοι οι ξύπνιες τα ξύπνια
      γενική των ξύπνιων των ξύπνιων των ξύπνιων
    αιτιατική τους ξύπνιους τις ξύπνιες τα ξύπνια
     κλητική ξύπνιοι ξύπνιες ξύπνια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ξύπνιος αρσενικό

  1. η εγρήγορση
     συνώνυμα: το ξύπνο, ο ξύπνος

Μεταφράσεις

επεξεργασία