Επίθετο

επεξεργασία
παραθετικά
θετικός awake
συγκριτικός more awake
υπερθετικός most awake

awake (en) (όχι πριν από το ουσιαστικό)

  • ξύπνιος, ξυπνητός
    ⮡  When the earthquake happened, I was awake.
    Όταν έγινε ο σεισμός, ήμουνα ξύπνιος.
    ⮡  I am wide awake.
    Είμαι εντελώς ξύπνιος.
    ⮡  I’ve been awake since seven.
    Είμαι ξυπνητή από τις εφτά.
ενεστώτας awake
γ΄ ενικό ενεστώτα awakes
αόριστος awoke, awaked
παθητική μετοχή awoken, awaked, awaken
ενεργητική μετοχή awaking
αγγλικά ανώμαλα ρήματα
Οι δεύτεροι τύποι, σπάνιοι.

awake (en)

  1. (αμετάβατο) ξυπνάω, σηκώνομαι
    ⮡  Tomorrow I will awaken early.
    Αύριο θα ξυπνήσω νωρίς.
     συνώνυμα: → δείτε το ρήμα wake up
  2. (μεταβατικό) ξυπνάω (κάποιον)
    ⮡  What time should I awaken you?
    Tι ώρα να σε ξυπνήσω;
     συνώνυμα: → δείτε το ρήμα wake up