Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Επίθετο επεξεργασία

παραθετικά
θετικός awake
συγκριτικός more awake
υπερθετικός most awake

awake (en)

  Ρήμα επεξεργασία

ενεστώτας awake
γ΄ ενικό ενεστώτα awakes
αόριστος awoke, awaked
παθητική μετοχή awoken, awaked, awaken
ενεργητική μετοχή awaking
αγγλικά ανώμαλα ρήματα
Οι δεύτεροι τύποι, σπάνιοι.

awake (en)

  1. (αμετάβατο) ξυπνάω, σηκώνομαι
    Tomorrow I will awaken early.
    Αύριο θα ξυπνήσω νωρίς.
     συνώνυμα: → δείτε το ρήμα wake up
  2. (μεταβατικό) ξυπνάω (κάποιον)
    What time should I awaken you?
    Tι ώρα να σε ξυπνήσω;
     συνώνυμα: → δείτε το ρήμα wake up