ενεστώτας wake up
γ΄ ενικό ενεστώτα wakes up
αόριστος woke up, waked up
παθητική μετοχή woken up, waked up
ενεργητική μετοχή waking up

  Ετυμολογία

επεξεργασία
wake up < → δείτε τις λέξεις wake και up

wake up (en)

  1. (αμετάβατο) ξυπνάω, σηκώνομαι
    ⮡  What time do you wake up?
    Tι ώρα σηκώνεσαι;
    ⮡  When I was young, we used to wake up at six in the morning.
    Όταν ήμουν νέος, σηκωνόμασταν από τις έξι το πρωί.
    ⮡  Tomorrow I will wake up early.
    Αύριο θα ξυπνήσω νωρίς.
     συνώνυμα: get up, awake
  2. (μεταβατικό) ξυπνάω (κάποιον)
    ⮡  What time should I wake you up?
    Tι ώρα να σε ξυπνήσω;
     συνώνυμα: get up, awake