wake up
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | wake up |
γ΄ ενικό ενεστώτα | wakes up |
αόριστος | woke up, waked up |
παθητική μετοχή | woken up, waked up |
ενεργητική μετοχή | waking up |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαwake up (en)
- (αμετάβατο) ξυπνάω, σηκώνομαι
- (μεταβατικό) ξυπνάω (κάποιον)