ξυπνάω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ξυπνάω < ξυπν(ώ) + -άω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ξυπνῶ < ἐξυπνῶ < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή ἐξυπνῶ, συνηρημένος τύπος του ἐξυπνόω < ἔξυπνος < ἐξ + αρχαία ελληνική ὕπνος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ksiˈpna.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ξυ‐πνά‐ω
Ρήμα
επεξεργασίαξυπνάω/ξυπνώ, αόρ.: ξύπνησα, μτχ.π.π.: ξυπνημένος (χωρίς παθητική φωνή)
- (μεταβατικό) διακόπτω τον ύπνο κάποιου
- ⮡ θα ξυπνήσεις το μωρό με τις φωνές σου
- (αμετάβατο) σταματώ να κοιμάμαι
- ⮡ αύριο θα ξυπνήσω νωρίς - ξυπνάω κάθε πρωί στις επτά
- (μεταφορικά)
- (μεταβατικό) αφυπνίζω κάποιον που ζει με ψευδαισθήσεις, σε μια ονειρική πραγματικότητα ή είναι αδρανής
- (αμετάβατο) σταματάω να έχω ψευδαισθήσεις, να ζω σε μια ονειρική πραγματικότητα ή να είμαι αδρανής, αφυπνίζομαι
- ⮡ ξύπνα επιτέλους, η ζωή αλλάζει
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις έξυπνος και ύπνος
Συνώνυμα
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξυπνάω - ξυπνώ | ξυπνούσα - ξύπναγα | θα ξυπνάω - ξυπνώ | να ξυπνάω - ξυπνώ | ξυπνώντας | |
β' ενικ. | ξυπνάς | ξυπνούσες - ξύπναγες | θα ξυπνάς | να ξυπνάς | ξύπνα - ξύπναγε | |
γ' ενικ. | ξυπνάει - ξυπνά | ξυπνούσε - ξύπναγε | θα ξυπνάει - ξυπνά | να ξυπνάει - ξυπνά | ||
α' πληθ. | ξυπνάμε - ξυπνούμε | ξυπνούσαμε - ξυπνάγαμε | θα ξυπνάμε - ξυπνούμε | να ξυπνάμε - ξυπνούμε | ||
β' πληθ. | ξυπνάτε | ξυπνούσατε - ξυπνάγατε | θα ξυπνάτε | να ξυπνάτε | ξυπνάτε | |
γ' πληθ. | ξυπνάν(ε) - ξυπνούν(ε) | ξυπνούσαν(ε) - ξύπναγαν - ξυπνάγανε | θα ξυπνάν(ε) - ξυπνούν(ε) | να ξυπνάν(ε) - ξυπνούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξύπνησα | θα ξυπνήσω | να ξυπνήσω | ξυπνήσει | ||
β' ενικ. | ξύπνησες | θα ξυπνήσεις | να ξυπνήσεις | ξύπνα - ξύπνησε | ||
γ' ενικ. | ξύπνησε | θα ξυπνήσει | να ξυπνήσει | |||
α' πληθ. | ξυπνήσαμε | θα ξυπνήσουμε | να ξυπνήσουμε | |||
β' πληθ. | ξυπνήσατε | θα ξυπνήσετε | να ξυπνήσετε | ξυπνήστε | ||
γ' πληθ. | ξύπνησαν ξυπνήσαν(ε) |
θα ξυπνήσουν(ε) | να ξυπνήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ξυπνήσει | είχα ξυπνήσει | θα έχω ξυπνήσει | να έχω ξυπνήσει | ||
β' ενικ. | έχεις ξυπνήσει | είχες ξυπνήσει | θα έχεις ξυπνήσει | να έχεις ξυπνήσει | ||
γ' ενικ. | έχει ξυπνήσει | είχε ξυπνήσει | θα έχει ξυπνήσει | να έχει ξυπνήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ξυπνήσει | είχαμε ξυπνήσει | θα έχουμε ξυπνήσει | να έχουμε ξυπνήσει | ||
β' πληθ. | έχετε ξυπνήσει | είχατε ξυπνήσει | θα έχετε ξυπνήσει | να έχετε ξυπνήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ξυπνήσει | είχαν ξυπνήσει | θα έχουν ξυπνήσει | να έχουν ξυπνήσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (αμετάβατοι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι ξυπνημένος - είμαστε, είστε, είναι ξυπνημένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν ξυπνημένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν ξυπνημένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι ξυπνημένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι ξυπνημένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι ξυπνημένος - να είμαστε, να είστε, να είναι ξυπνημένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασία ξυπνώ κάποιον
ξυπνώ εγώ ο ίδιος
Πηγές
επεξεργασία- ξυπνώ, ξυπνάω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας