Ετυμολογία

επεξεργασία

ξυπνάω/ξυπνώ, αόρ.: ξύπνησα, μτχ.π.π.: ξυπνημένος (χωρίς παθητική φωνή)

  1. (μεταβατικό) διακόπτω τον ύπνο κάποιου
      θα ξυπνήσεις το μωρό με τις φωνές σου
  2. (αμετάβατο) σταματώ να κοιμάμαι
      αύριο θα ξυπνήσω νωρίς - ξυπνάω κάθε πρωί στις επτά
  3. (μεταφορικά)
    1. (μεταβατικό) αφυπνίζω κάποιον που ζει με ψευδαισθήσεις, σε μια ονειρική πραγματικότητα ή είναι αδρανής
    2. (αμετάβατο) σταματάω να έχω ψευδαισθήσεις, να ζω σε μια ονειρική πραγματικότητα ή να είμαι αδρανής, αφυπνίζομαι
        ξύπνα επιτέλους, η ζωή αλλάζει

Συγγενικά

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία